- κατακαγχάζω
- κατακαγχάζω,A laugh aloud at, τινος AP5.215.6 (Agath.), cf. Anon. ap.Suid. s.v. ἀνατεινάμενος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατακαγχάζω — (Α) χλευάζω κάποιον με καγχασμό ή με δυνατό γέλιο, γελώ μεγαλόφωνα … Dictionary of Greek
κατακαγχάζειν — κατακαγχάζω laugh aloud at pres inf act (attic epic) κατακαγχάζω laugh aloud at pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακαγχάσαντες — κατακαγχάζω laugh aloud at aor part act masc nom/voc pl κατακαγχάζω laugh aloud at aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)